- ὁμόσκευος
- ὁμόσκευοςequipped in the same waymasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ομόσκευος — ὁμόσκευος, ον (Α) αυτός που έχει την ίδια πολεμική σκευή με κάποιον άλλο, ο εξοπλισμένος κατά τον ίδιο τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + σκευος (< σκευή «ενδυμασία, εξάρτυση»), πρβλ. ομοιό σκευος] … Dictionary of Greek
ὁμόσκευον — ὁμόσκευος equipped in the same way masc/fem acc sg ὁμόσκευος equipped in the same way neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμοσκεύοις — ὁμόσκευος equipped in the same way masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμοσκεύους — ὁμόσκευος equipped in the same way masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμόσκευα — ὁμόσκευος equipped in the same way neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμόσκευοι — ὁμόσκευος equipped in the same way masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αυτόσκευος — αὐτόσκευος, ον (AM) αυτός που δεν έχει κατασκευαστεί από τεχνίτη, άτεχνος, κακότεχνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αυτο + σκευος < σκευή «εξοπλισμός» (πρβλ. άσκευος, ομόσκευος)] … Dictionary of Greek
ομ(ο)- — [ΑΜ ὁμ(ο) ] α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ὁμός και δηλώνει ότι: α) κάτι γίνεται μαζί, ταυτοχρόνως με κάτι άλλο (πρβλ. ομο βλαστώ, ομο βροντία, ομό δουπος, ομό ζευκτος, ομο θαμνώ) β) το δηλούμενο … Dictionary of Greek